Μετάβαση στο περιεχόμενο

pendulaire

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pendulaire < pendule

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɑ̃.dy.lɛʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pendulaire pendulaires

pendulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με το εκκρεμές
  2. αιωρούμενος