pension alimentaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pension alimentaire | pensions alimentaires |
pension alimentaire (fr) θηλυκό
- η διατροφή (χρηματικό ποσό)