pensionnat
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pensionnat | pensionnats |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pensionnat (fr) αρσενικό
- το σχολικό οικοτροφείο
ενικός | πληθυντικός |
pensionnat | pensionnats |
pensionnat (fr) αρσενικό