pensionnat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pensionnat | pensionnats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pensionnat (fr) αρσενικό
- το σχολικό οικοτροφείο
ενικός | πληθυντικός |
pensionnat | pensionnats |
pensionnat (fr) αρσενικό