Μετάβαση στο περιεχόμενο

pentaèdre

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pentaèdre < penta- + -èdre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pentaèdre pentaèdres

pentaèdre (fr) αρσενικό