perdable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
perdable < perdre

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
perdable perdables

perdable (fr) αρσενικό ή θηλυκό