perdable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- perdable < perdre
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perdable | perdables |
perdable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να χαθεί