Μετάβαση στο περιεχόμενο

peregrinus

Από Βικιλεξικό

Λατινικά (la)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
peregrinus < peregre < πρωτοϊταλική *pereagro (που εκτείνεται πέρα από τη γύρω γη, πβ. λατινικά per +‎ ager)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

peregrinus (la) αρσενικό

  1. ξένος, ταξιδευτής, περιηγητής, πλάνης
  2. εξωτικός, αλλότριος, παράξενος, αλλόκοτος
  3. (στα μεσαιωνικά λατινικά και με τη μορφή pelegrinus) προσκυνητής

Επίθετο

[επεξεργασία]

peregrinus (la)

Κλίση (ουσιαστικό)

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική peregrinus peregrinī
γενική peregrinī peregrinōrum
δοτική peregrinō peregrinīs
αιτιατική peregrinum peregrinōs
κλητική peregrine peregrinī
αφαιρετική peregrinō peregrinīs
(β' κλίση)

Κλίση (επίθετο)

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική peregrinus peregrina peregrinum peregrinī peregrinae peregrina
γενική peregrinī peregrinae peregrinī peregrinōrum peregrinārum peregrinōrum
δοτική peregrinō peregrinae peregrinō peregrinīs peregrinīs peregrinīs
αιτιατική peregrinum peregrinam peregrinum peregrinōs peregrinās peregrina
κλητική peregrine peregrina peregrinum peregrinī peregrinae peregrina
αφαιρετική peregrinō peregrinā peregrinō peregrinīs peregrinīs peregrinīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)