peregrinus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]peregrinus (la) αρσενικό
- ξένος, ταξιδευτής, περιηγητής, πλάνης
- εξωτικός, αλλότριος, παράξενος, αλλόκοτος
- (στα μεσαιωνικά λατινικά και με τη μορφή pelegrinus) προσκυνητής
Επίθετο
[επεξεργασία]peregrinus (la)
Κλίση (ουσιαστικό)
[επεξεργασία]Κλίση (επίθετο)
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- peregrinus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.