perete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία] κλίση του perete
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un perete | peretele | nişte pereți | pereții |
γενική | a unui perete | peretelui | a unor pereți | pereților |
δοτική | a unui perete | peretelui | a unor pereți | pereților |
αιτιατική | un perete | peretele | nişte pereți | pereții |
κλητική | — | - | — | - |
perete (ro) αρσενικό
- ο τοίχος