perfume

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
perfume perfumes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

perfume (en)

  1. το άρωμα, η ευωδιά, η ευχάριστη μυρωδιά
    the perfume of freshly-cut grass - το άρωμα του φρεσκοκομμένου χόρτου
    the perfume of the flowers - η ευωδιά των λουλουδιών
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη aroma
  2. (κοσμετολογία) το άρωμα, παρασκεύασμα με ευχάριστη μυρωδιά που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό
    a bottle of perfume - ένα μπουκαλάκι με άρωμα
     συνώνυμα: cologne, fragrance, scent

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 129. ISBN 9780194325684. , λήμμα: άρωμα