periculum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

periculum (la) ουδέτερο

sunt nova pericula - υπάρχουν νέοι κίνδυνοι