perigo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
perigo | perigos |
perigo (pt) αρσενικό
- ο κίνδυνος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
perigo | perigos |
perigo (pt) αρσενικό