Μετάβαση στο περιεχόμενο

peril

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: péril
      ενικός         πληθυντικός  
peril perils

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
peril < λατινική periculum

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

peril (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]