Μετάβαση στο περιεχόμενο

period

Από Βικιλεξικό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

period (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
period periods

period (en)

  1. το διάστημα, η προθεσμία, η περίοδος, η αόριστη ή συγκεκριμένη χρονική απόσταση
      within a period of five minutes - μέσα σε διάστημα πέντε λεπτών
      after a period of ten years - ύστερα από διάστημα δέκα χρόνων
      within a period of six months - μέσα σε προθεσμία έξι ημερών
      A period of ten days to pay is not enough.
    Δεν είναι αρκετή δεκαήμερη προθεσμία για πληρωμή.
      We are in for a period of hot/cold weather.
    Θα έχουμε μια περίοδο ζέστης/κρύου.
      The exam period has begun.
    Άρχισε η περίοδος των εξετάσεων.
      He is going through a critical period.
    Περνάει μια κρίσιμη περίοδο.
     συνώνυμα:  duration, interval, space, span, term και timespan
  2. η περίοδος, ένα χρονικό διάστημα στη ζωή ενός συγκεκριμένου ατόμου ή στην ιστορία μιας συγκεκριμένης χώρας
      It is typical of the period.
    Είναι χαρακτηριστικό της περιόδου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη era
  3. η περίοδος, οποιοδήποτε από τα μέρη της ημέρας χωρίζεται σε σχολείο, πανεπιστήμιο κτλ. για μελέτη
      ten teaching periods a week - δέκα διδακτικές περίοδοι την εβδομάδα
  4. η περίοδος, η έμμηνος ρύση
      She’s having her period./She’s on her period.
    Έχει την περίοδό της.
  5. (φυσική) η περίοδος ενός περιοδικού φαινομένου
      period of the pendulum - περίοδος του εκκρεμούς
  6. (χημεία) μία γραμμή του περιοδικού πίνακα στοιχείων
  7. (γραμματική, κυρίως αμερικανικά αγγλικά) η τελεία, σημείο στίξης που επισημαίνει το τέλος μιάς πρότασης
     συνώνυμα: full stop (βρετανικά αγγλικά)