period

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

period (en)

  1. η περίοδος (χρονικό διάστημα, ιστορική περίοδος, χρονική υποδιαίρεση μιας δραστηριότητας)
  2. η περίοδος (η έμμηνος ρύση)
  3. (φυσική) η περίοδος (ενός περιοδικού φαινομένου)
  4. (χημεία) μία γραμμή του περιοδικού πίνακα στοιχείων
  5. (γραμματική) (κυρίως στη Β. Αμερική) η τελεία, σημείο στίξης που επισημαίνει το τέλος μιάς πρότασης
     συνώνυμα: full stop (ΗΒ)

Επιφώνημα[επεξεργασία]

period (en)

  1. (κυρίως στη Β. Αμερική) τελεία και παύλα!