Μετάβαση στο περιεχόμενο

periodical

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

periodical (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
periodical periodicals

periodical (en)