perlimpinpin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perlimpinpin | perlimpinpins |
perlimpinpin (fr) αρσενικό
- (οικείο) λέξη που συναντιέται μόνο στην παρακάτω έκφραση, εννοώντας κάτι που χρησιμοποιείται για να εξαπατήσει κάποιον
- poudre de perlimpinpin: μια σκόνη που χρησιμοποιούσαν άλλοτε διάφοροι ψευτογιατροί για να γιατρέψουν κάθε είδους αρρώστια
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.