Μετάβαση στο περιεχόμενο

permis de conduire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
permis de conduire  δείτε τις λέξεις permis και conduire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permis de conduire (fr) αρσενικό άκλιτο