Μετάβαση στο περιεχόμενο

permission

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: perdition
      ενικός         πληθυντικός  
permission permissions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permission (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η άδεια, η συγκατάθεση για κάτι
      You have my permission to go.
    Έχεις την άδεια μου να πας.
      Republication of the entire book, or a section of it, without the editor’s permission is prohibited.
    Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ολόκληρου ή τμήματος του βιβλίου χωρίς την άδεια του εκδότη.
  2. (πληροφορική) το δικαίωμα, η άδεια για χρήστες και αρχεία
     δείτε τη λέξη privilege



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permission (fr) θηλυκό