permissivité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
permissivité | permissivités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]permissivité (fr) θηλυκό
- η ανεκτικότητα
- η ανοχή
- η ασυδοσία
ενικός | πληθυντικός |
permissivité | permissivités |
permissivité (fr) θηλυκό