permutable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
permutable | permutables |
Επίθετο[επεξεργασία]
permutable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αντιμεταθετός, αντιμεταθετικός· που μπορεί να αλλάξει θέση με κάτι άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη permuter