pernicieux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pernicieux < λατινική perniciosus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛʁ.ni.sjø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pernicieux | pernicieux |
θηλυκό | pernicieuse | pernicieuses |
pernicieux (fr)
- (παρωχημένο) επικίνδυνος
- (λογοτεχνικό) ηθικά επιζήμιος, ολέθριος
- (ιατρική) κακοήθης