Μετάβαση στο περιεχόμενο

perruche

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
perruche perruches

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perruche (fr) θηλυκό

  1. η παπαγαλίνα
  2. (μεταφορικά) η γλωσσού