persistant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ανορθογραφία
[επεξεργασία]persistant
- λανθασμένη γραφή του persistent
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- persistant < persister
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɛʁ.si.stɑ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | persistant | persistants |
θηλυκό | persistante | persistantes |
persistant (fr)