Μετάβαση στο περιεχόμενο

persisti

Από Βικιλεξικό

Εσπεράντο (eo)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
persisti < persist- + -i
ρήμα persisti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας persistas persistanta persistata
αόριστος persistis persistinta persistita
μέλλοντας persistos persistonta persistota
υποθετική persistus - -
προστακτική persistu - -

persisti (eo)

  1. επιμένω
  2. παραμένω