personally

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός personally
συγκριτικός more personally
υπερθετικός most personally

Ετυμολογία [επεξεργασία]

personally < personal + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

personally (en)

  • προσωπικά
    Personally, I feel wonderful.
    Προσωπικά, νιώθω υπέροχα.