personally
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | personally |
συγκριτικός | more personally |
υπερθετικός | most personally |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
personally (en)
- προσωπικά
- ↪ Personally, I feel wonderful.
- Προσωπικά, νιώθω υπέροχα.
- ↪ Personally, I feel wonderful.