pertinent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
pertinent (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pertinent | pertinents |
θηλυκό | pertinente | pertinentes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
pertinent (fr) αρσενικό ή θηλυκό