perversité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- perversité < λατινική perversitas
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɛʁ.vɛʁ.si.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perversité | perversités |
perversité (fr) θηλυκό