pesant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pesant < peser
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pesant | pesants |
θηλυκό | pesante | pesantes |
pesant (fr)
- βαρύς, που ζυγίζει πολύ
- (μεταφορικά) αφόρητος, ανυπόφορος
- βαρύς, δυσκίνητος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pesant | pesants |
pesant (fr) αρσενικό
- το βάρος