Μετάβαση στο περιεχόμενο

pesant

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pesant < peser

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pesant pesants
θηλυκό pesante pesantes

pesant (fr)

  1. βαρύς, που ζυγίζει πολύ
  2. (μεταφορικά) αφόρητος, ανυπόφορος
  3. βαρύς, δυσκίνητος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pesant pesants

pesant (fr) αρσενικό

  1. το βάρος