pescado
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά
(es)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
pescado
(es)
αρσενικό
(
ιχθυολογία
)
ψάρι
(όχι
ζωντανό
)
→
δείτε
και
τη λέξη
pez
Κατηγορίες
:
Ισπανική γλώσσα
Ουσιαστικά (ισπανικά)
Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
Ιχθυολογία (ισπανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Azərbaycanca
Català
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Français
Galego
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Lietuvių
Malagasy
Монгол
Nāhuatl
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Gagana Samoa
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
اردو
中文