pessimisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pessimisme < λατινική pessimus, υπερθετικός βαθμός του malus (κακός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pe.si.mism/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pessimisme (fr) αρσενικό

  • η απαισιοδοξία
    les entreprises abordent la nouvelle année avec pessimisme - οι εταιρείες πλησιάζουν απαισιόδοξα το νέο έτος

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]