pestilence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pestilence < λατινική pestilentia < pestis (επιδημία)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɛs.ti.lɑ̃s/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pestilence | pestilences |
pestilence (fr) θηλυκό