petit coup
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]petit coup (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit coup | petits-coups |
petit coup (fr) αρσενικό