petit déjeuner
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit déjeuner | petits déjeuners |
petit déjeuner (fr) αρσενικό (και petit-déjeuner)
- το πρόγευμα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit déjeuner | petits déjeuners |
petit déjeuner (fr) αρσενικό (και petit-déjeuner)