petit déjeuner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
petit déjeuner | petits déjeuners |
petit déjeuner (fr) αρσενικό (και petit-déjeuner)
- το πρόγευμα