petrolkompanio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petrolkompanio | petrolkompanioj |
αιτιατική | petrolkompanion | petrolkompaniojn |
petrolkompanio (eo)