petulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petulo | petuloj |
αιτιατική | petulon | petulojn |
petulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | petulo | petuloj |
αιτιατική | petulon | petulojn |
petulo (eo)