peureux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- peureux < peur
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | peureux | peureux |
θηλυκό | peureuse | peureuses |
peureux (fr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- couard
- craintif
- lâche
- poltron
- pusillanime
- timoré
- (οικείο) capon
- (οικείο) froussard
- (οικείο) péteux
- (οικείο) pétochard
- (οικείο) trouillard