phalange
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
phalange | phalanges |
phalange (fr) θηλυκό
- η φάλαγγα
ενικός | πληθυντικός |
phalange | phalanges |
phalange (fr) θηλυκό