pharisaical
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | pharisaical |
συγκριτικός | more pharisaical |
υπερθετικός | most pharisaical |
Επίθετο[επεξεργασία]
pharisaical (en)
- φαρισαϊκός
- ≈ συνώνυμα: pharisaic, → και δείτε τη λέξη self-righteous