pharyngien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pharyngien | pharyngiens |
θηλυκό | pharyngienne | pharyngiennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
pharyngien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pharyngien | pharyngiens |
θηλυκό | pharyngienne | pharyngiennes |
pharyngien (fr)