philhellénique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
philhellénique | philhelléniques |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
philhellénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
philhellénique | philhelléniques |
philhellénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό