phonologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fɔ.nɔ.lɔɡ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
phonologue phonologues

phonologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό