phosphoreux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- phosphoreux < phosphore
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phosphoreux | phosphoreux |
θηλυκό | phosphoreuse | phosphoreuses |
phosphoreux (fr)