Μετάβαση στο περιεχόμενο

photographer

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
photographer photographers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
photographer < photograph + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

photographer (en)