photographer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
photographer | photographers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- photographer < photograph + -er
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]photographer (en)
- (τέχνη, επάγγελμα) ο φωτογράφος
- ⮡ The photographer loves his camera.
- Ο φωτογράφος αγαπά την κάμερά του.
- ⮡ The photographer loves his camera.