photographie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| photographie | photographies |
photographie (fr) θηλυκό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Στην καθομιλουμένη, λέγεται photo.