photographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ.tɔ.ɡʁa.fik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
photographique photographiques

photographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό