photophile

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
photophile photophiles

photophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (βιολογία) οργανισμός που ανέχεται ή χρειάζεται ισχυρό φωτισμό

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
photophile photophiles

photophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. λάτρης της τέχνης της φωτογραφίας