photophile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
photophile | photophiles |
photophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (βιολογία) οργανισμός που ανέχεται ή χρειάζεται ισχυρό φωτισμό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
photophile | photophiles |
photophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- λάτρης της τέχνης της φωτογραφίας