phrygien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phrygien | phrygiens |
θηλυκό | phrygienne | phrygiennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
phrygien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | phrygien | phrygiens |
θηλυκό | phrygienne | phrygiennes |
phrygien (fr)