phygital
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- phygital < συμφυρμός των physical και digital
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
phygital (en) άκλιτο
- (νεολογισμός) μέθοδος που χρησιμοποιεί τόσο τη φυσική παρουσία όσο και ψηφιακά εργαλεία
Επίθετο[επεξεργασία]
- που αφορά ή σχετίζεται με την παραπάνω μέθοδο