physical memory
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
physical memory | physical memories |
physical memory (en)
- (πληροφορική) φυσική μνήμη, η πραγματική μνήμη, κύρια μνήμη του υλισμικού (hardware)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- physical memory στην αγγλική Βικιπαίδεια