physiological

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

physiological (en)

  1. που αναφέρεται στη φυσιολογία
    a physiological theory
  2. φυσιολογικός, που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
  3. που αναφέρεται στην επίδραση ενός φαρμάκου όταν δοθεί σε κάποιον υγιή, σε αντίθεση με τη θεραπευτική του δράση