physiologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.zjɔ.lɔ.ʒik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
physiologique physiologiques

physiologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που αναφέρεται στη φυσιολογία
  2. φυσιολογικός, που αναφέρεται στην ομαλή λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
  3. που αναφέρεται στην επίδραση ενός φαρμάκου όταν δοθεί σε κάποιον υγιή, σε αντίθεση με τη θεραπευτική του δράση