physionomiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

physionomiste < physionomie + -iste

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
physionomiste physionomistes

physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φυσιογνωμιστής - φυσιογνωμίστρια

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
physionomiste physionomistes

physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φυσιογνωμιστικός