physionomiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
physionomiste < physionomie + -iste
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
physionomiste | physionomistes |
physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
physionomiste | physionomistes |
physionomiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό